- κατεχμάζω
- κατεχμάζω (Α)κρατώ δυνατά, εμποδίζω, αναχαιτίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐχμάζω «κρατώ κάτι στερεά, εμποδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατέχμασον — κατεχμάζω hold fast aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεχμάσας — κατεχμά̱σᾱς , κατεχμάζω hold fast fut part act fem acc pl (doric) κατεχμά̱σᾱς , κατεχμάζω hold fast fut part act fem gen sg (doric) κατεχμάσᾱς , κατεχμάζω hold fast aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)